- πύλη
- η1. μεγάλη είσοδος, θύρα.2. στον πληθ., πύλες διάβαση ανάμεσα σε βουνά ή σε βουνό και θάλασσα.3. είσοδος σε μέρος του ναού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πύλη — one wing of a pair of double gates fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύλῃ — πύλη one wing of a pair of double gates fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύλη — Η μεγάλη θύρα φρουρίου, ναού, ανακτόρου ή και των τειχών μιας οχυρωμένης πόλης. Στον πληθυντικό ο όρος σημαίνει μια στενή διάβαση ανάμεσα σε δύο βουνά ή ανάμεσα σε ένα βουνό και στη θάλασσα. Στην εκκλησιαστική ορολογία ωραία π., αγία π. ή… … Dictionary of Greek
Πύλη — Sp Pilė Ap Πύλη/Pyli L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Πύλη, Υψηλή — (τουρκ. Μπαμπ Άαλι). Έτσι λεγόταν αρχικά η πύλη της σουλτανικής σκηνής στους καταυλισμούς των στρατοπέδων, όπου ο μέγας βεζύρης (πρωθυπουργός του σουλτάνου) δεχόταν τους ξένους πρεσβευτές. Αργότερα ονομάστηκε έτσι το ιδιαίτερο θολωτό δωμάτιο… … Dictionary of Greek
Πύλη — Πύλης masc voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύλῃ — Πύλης masc dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αδριανού, Πύλη — Θριαμβευτική αψίδα που έστησαν οι Αθηναίοι για να τιμήσουν τον αυτοκράτορα Αδριανό, κοντά στον ναό του Ολυμπίου Διός (Ολυμπιείο). Η πύλη, που σώζεται έως σήμερα, χώριζε άλλοτε την παλαιά πόλη του Θησέα από τη νέα, την Αδριανούπολη, που την… … Dictionary of Greek
Υψηλή Πύλη — Η έδρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αρχικά ονομαζόταν έτσι η πύλη της σουλτανικής σκηνής και μετά το ιδιαίτερο θολωτό δωμάτιο κοντά στην πύλη της δεύτερης αυλής του σαραγιού, όπου ο μέγας βεζύρης δεχόταν τους ξένους πρεσβευτές και δίκαζε… … Dictionary of Greek
Αιόλου πύλη — Βλ. λ. αιολόσφαιρα … Dictionary of Greek